ἐποχλεύς

ἐποχλεύς
ἐποχλεύς
brake
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] …   Dictionary of Greek

  • εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα …   Dictionary of Greek

  • ἐποχλέα — ἐποχλέᾱ , ἐποχλεύς brake masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”